- αθέρμιστος
- η , ο1) см. αζεμάτιαστος 1; 2) не промытый горячей водою; 3) не вымытый золою (о посуде, белье)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθέρμιστος — η, ο [θερμίζω] 1. λέγεται για το λάδι όταν αυτό προέρχεται από ελιές που δεν περιχύθηκαν με καυτό νερό πριν πιεστούν 2. (για βούτυρο κ.λπ.) αυτός που δεν θερμάνθηκε, δεν ζεματίστηκε για να απαλλαγεί από τις ξένες ουσίες που περιέχει 3. (για… … Dictionary of Greek
αθέρμιστος — η, ο αυτός που δεν περιχύθηκε με βραστό νερό (ή άλλο υγρό) για να λαγαρίσει, αζεμάτιστος: Το λάδι αυτό μυρίζει έτσι, γιατί είναι αθέρμιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άθερμος — η, ο (Α ἄθερμος, ον) ο δίχως θερμότητα, ο μη θερμός νεοελλ. 1. αθέρμαστος* 2. αθέρμιστος* 3. το ουδ. ως ουσ. το άθερμο, αθέρμιστο* λάδι, αγουρόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θερμός < θέρμη] … Dictionary of Greek
αθέρμαστος — η, ο [θερμαίνω] 1. αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν θερμαίνεται, ο αθέρμαντος 2. ο αζεμάτιστος, ο αθέρμιστος* 3. αυτός που δεν εχει πυρετό, απύρετος … Dictionary of Greek